Νέο Ρύσι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
ῥύσις — ῥύσῑς , ῥύσις flow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ῥύσις flow fem nom sg ῥύ̱σῑς , ῥῦσις deliverance fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] … Dictionary of Greek
ρυσίβωμος — ον, Α αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμό βωμος)] … Dictionary of Greek
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek
ρυσίκοσμος — ον, Μ εκκλ. αυτός που φυλάγει, προστατεύει ή σώζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + κόσμος (πρβλ. σωσί κοσμος)] … Dictionary of Greek
ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… … Dictionary of Greek
ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] … Dictionary of Greek
ρυσιγένεθλος — ον, Μ αυτός που διαφυλάσσει το γένος, τους απογόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. καλλι γένεθλος] … Dictionary of Greek
ρυσιγενής — ες, Α ῥυσιγένεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] … Dictionary of Greek