ῥύσι'

ῥύσι'
ῥύ̱σια , ῥύσιον
surety
neut nom/voc/acc pl
ῥύσια , ῥύσιος
delivering
neut nom/voc/acc pl
ῥύσιε , ῥύσιος
delivering
masc/fem voc sg
ῥύσιι , ῥύσις
flow
fem dat sg (epic doric ionic aeolic)
ῥύσιε , ῥύσις
flow
fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic)
ῥύ̱σιι , ῥῦσις
deliverance
fem dat sg (epic doric ionic aeolic)
ῥύ̱σιε , ῥῦσις
deliverance
fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Νέο Ρύσι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • ῥύσις — ῥύσῑς , ῥύσις flow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ῥύσις flow fem nom sg ῥύ̱σῑς , ῥῦσις deliverance fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] …   Dictionary of Greek

  • ρυσίβωμος — ον, Α αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμό βωμος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυσίκοσμος — ον, Μ εκκλ. αυτός που φυλάγει, προστατεύει ή σώζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + κόσμος (πρβλ. σωσί κοσμος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… …   Dictionary of Greek

  • ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] …   Dictionary of Greek

  • ρυσιγένεθλος — ον, Μ αυτός που διαφυλάσσει το γένος, τους απογόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. καλλι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • ρυσιγενής — ες, Α ῥυσιγένεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”